ἐφύτευσεν

ἐφύτευσεν
φυτεύω
of the thing planted
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • насадити — НАСА|ДИТИ (63), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Насадить, посадить; покрыть насаждениями: насытѧтьсѧ... кедри ливаньстии ѥже ѥси насадилъ имъ. СбЯр XIII, 137; б҃е... посѣти винограда своего и съвѣрьши. иже насади десницѧ тво˫а. ЛН XIII–XIV, 59 об. (1198); то же… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μέριμνα — η (ΑM μέριμνα, Μ και μέρεμνα) φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι, έγνοια νεοελλ. μσν. στον πληθ. οι μέριμνες, αἱ μέριμναι σκοτούρες, βάσανα μσν. 1. προβληματισμός 2. στενοχώρια 3. περίσκεψη, επαγρύπνηση 4. επιδίωξη, προετοιμασία για να… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”